- ογμεύω
- ὀγμεύω (Α) [όγμος]1. (για γεωργό που καλλιεργεί ή θερίζει) κινούμαι σε ευθεία γραμμή, κάνω ευθεία γραμμή με το άροτρο2. βαδίζω σε σειρά μπροστά από κάποιον («τὸ πλῆθος τῶν πεζῶν καὶ τῶν ἱππέων ὤγμευον αὐτῷ», Ξεν.)3. φρ. «ὀγμεύω στίβον»(για χωλό) βαδίζω με δυσκολία, σέρνω τα πόδια μου με κόπο («φορβῆς χρείᾳ στίβον ὀγμεύει τόνδε πέλας που», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.